- εξακύλινδρος
- -η, -ο(για μηχανές) αυτός που έχει έξι κυλίνδρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύλινδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξακύλινδρος — η, ο (για κινητήρες εσωτερικής καύσης), που έχει έξι κυλίνδρους: Μηχανή εξακύλινδρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξα- — α συνθετ. λέξεων που δηλώνει ότι αυτό το οποίο σημαίνει το β συνθετ. υπάρχει ή γίνεται έξι φορές: Εξακύλινδρος. – Εξαψήφιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)